- ἀποστάξεων
- ἀποστάξεω̆ν , ἀπόσταξιςnose-bleedingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλασματήρας — ο φιάλη σφαιρικού σχήματος που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για εκτέλεση τών κλασματικών αποστάξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κλασματῶ (< κλάσμα, τος) + κατάλ. τήρ(ας). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fractionator] … Dictionary of Greek
πενταπόσταγμα — και πεντόσταγμα, το 1. προϊόν πέντε αποστάξεων 2. μτφ. η πεμπτουσία («στο αγαπάτε αλλήλους έγκειται το πενταπόσταγμα τής χριστιανικής διδασκαλίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + απόσταγμα] … Dictionary of Greek